σκωληκόβρωτος

σκωληκόβρωτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σκωληκόβρωτος" в других словарях:

  • σκωληκόβρωτος — worm eaten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκόβρωτος — η, ο / σκωληκόβρωτος, ον, ΝΜΑ αυτός που καταφαγώθηκε από σκουλήκια ή ο γεμάτος σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. μυό βρωτος, παιδό βρωτος] …   Dictionary of Greek

  • σκωληκόβρωτον — σκωληκόβρωτος worm eaten masc/fem acc sg σκωληκόβρωτος worm eaten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκοβρώτους — σκωληκόβρωτος worm eaten masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκοβρώτων — σκωληκόβρωτος worm eaten masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκόβρωτα — σκωληκόβρωτος worm eaten neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκόβρωτοι — σκωληκόβρωτος worm eaten masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHTHIRIASIS — Sullam sustulit: de quo Plin. l. 7. c. 43. Age. non exitus vitae eius omnium proscriptorum ab illo calamitate crudelior futi, erodente se ipso corpore, et supplicia sibi gignente. Plutarchus in Sylla plures alios memorat, qui eôdem genere mortis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αθριπήδεστος — ἀθριπήδεστος, ον (Α) ο μη σκωληκόβρωτος, αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θριπ , θ. του θρίψ θριπός, ο (= σκουλήκι που τρώει το ξύλο, το σαράκι) + ἐδεστός, ρημ. επίθ. του ρ. ἔδω «τρώω», με έκταση του ε σε η (… …   Dictionary of Greek

  • ασκωληκόβρωτος — ἀσκωληκόβρωτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκωληκόβρωτος < σκώληξ + βρωτός < βιβρώσκω «τρώγω»] …   Dictionary of Greek

  • καμπόβρωτος — η, ο (Μ καμπόβρωτος, η, ον) φαγωμένος από κάμπιες, σκωληκόβρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπη (Ι) + βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. κυνό βρωτος, σκωληκό βρωτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»